- θείημεν
- τίθημιpaor opt act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποπειραθείημεν — ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt mp 1st pl (attic) ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt mp 1st pl (doric aeolic) ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt pass 1st pl (attic) ἀποπειρᾱθείημεν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιαθείημεν — αἰτιᾱθείημεν , αἰτιάομαι accuse aor opt mp 1st pl (attic) αἰτιᾱθείημεν , αἰτιάομαι accuse aor opt mp 1st pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραθείημεν — πειρᾱθείημεν , πειράω attempt aor opt pass 1st pl (attic) πειρᾱθείημεν , πειράω attempt aor opt pass 1st pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωραθείημεν — φωρᾱθείημεν , φωράω search after a thief aor opt pass 1st pl (attic) φωρᾱθείημεν , φωράω search after a thief aor opt pass 1st pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριθείημεν — διακρῐθείημεν , διακρίνω separate one from another aor opt pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακριθείημεν — κατακρῐθείημεν , κατακρίνω give as sentence against aor opt pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθείημεν — κρῐθείημεν , κρίνω separate aor opt pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυθείημεν — κωλῡθείημεν , κωλύω hinder aor opt pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκραθείημεν — συγκρᾱθείημεν , συγκεράννυμι mix aor opt pass 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριθείημεν — ἀποκρῐθείημεν , ἀποκρίνω set apart aor opt pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)